- παρακέντημα
- παρακέντ-ημα, ατος, τό,A embroidery, Eust.1308.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακέντημα — τὸ, Μ [παρακεντώ] κέντημα στα πλευρά, ποίκιλμα … Dictionary of Greek
παρακεντήματος — παρακέντημα embroidery neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)